- θερμοτροπικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμοτροπία ή έχει τάση για θερμοτροπία («θερμοτροπικά φυτά»).επίρρ...θερμοτροπικώς και -άμε θερμοτροπικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermotropic < thermo-(πρβλ. θερμ[ο]-*) + -tropic (πρβλ. τροπικός < τρόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.